- τείρων
- τείρων, ωνος, ὁ, = Lat.A tiro, recruit, BCH52.392 ([place name] Thasos), PLips. 34.29 (iv A.D.), Keil-Premerstein Dritter Bericht p.87 (inc. loc.), etc.; cf. τίρων.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τείρων — τείρω oppress pres part act masc nom sg τείρων tiro masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τείρων — ὁ, Α βλ. τίρων … Dictionary of Greek
τειρώνων — τείρων tiro masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τείρωνας — τείρων tiro masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τείρωνες — τείρων tiro masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τείρωνος — τείρων tiro masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τίρων — και τείρων, ωνος και τιρόνης, ὁ, Α νεοσύλλεκτος στρατιώτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. tiro, ōnis «νεοσύλλεκτος στρατιώτης»] … Dictionary of Greek
τειρωνολογώ — έω, Μ στρατολογώ, συγκεντρώνω νέους για το στράτευμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τείρων, ωνος, άλλος τ. τού τίρων* + λογῶ*] … Dictionary of Greek